Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εξειλώ: Difference between revisions

From LSJ
(12)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐξειλῶ, -έω (AM) [[ειλώ]]<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] («ἕκαστον γοῡν [τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐξειλοῡμαι</i><br />[[ξεφεύγω]] («τὸ [[ψυχάριον]] ἀπὸ τοῡ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.)<br /><b>3.</b> απομακρύνομαι, [[ξεκόβω]].
|mltxt=ἐξειλῶ, -έω (AM) [[ειλώ]]<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] («ἕκαστον γοῡν [τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐξειλοῡμαι</i><br />[[ξεφεύγω]] («τὸ [[ψυχάριον]] ἀπὸ τοῦ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.)<br /><b>3.</b> απομακρύνομαι, [[ξεκόβω]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 15 February 2019

Greek Monolingual

ἐξειλῶ, -έω (AM) ειλώ
1. ανοίγω («ἕκαστον γοῡν [τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», Λουκιαν.)
2. μέσ. ἐξειλοῡμαι
ξεφεύγω («τὸ ψυχάριον ἀπὸ τοῦ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.)
3. απομακρύνομαι, ξεκόβω.