έγκλημα: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(10)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἔγκλημα]])<br /><b>1.</b> αυτό για το οποίο κατηγορείται [[κανείς]], εγκληματική [[πράξη]], [[κακούργημα]] («πάντων oὖv τούτων ἐγκλήματα ἔχοντες οἱ Κορίνθιοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> σοβαρή [[παράβαση]] γραπτού ή άγραφου νόμου («ὁ [[κατηγορούμενος]]... τόπον τε ἀπολογίας λάβοι περὶ τοῡ ἐγκλήματος», ΚΔ Πράξ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεγάλη]] [[απερισκεψία]], [[παραφροσύνη]] («[[είναι]] [[έγκλημα]] η [[αδιαφορία]] σου»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαφωνία]], [[διένεξη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κατηγορία]], [[καταγγελία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] μομφής, καταγγελίας<br /><b>2.</b> [[πράξη]] που προκαλεί [[κατηγορία]] ή [[ντροπή]]<br /><b>3.</b> (στους ρήτορες) έγγραφη [[κατηγορία]] που γίνεται στο δικαστήριο για κατηγορίες σχετικές με ιδιωτικές υποθέσεις.
|mltxt=το (AM [[ἔγκλημα]])<br /><b>1.</b> αυτό για το οποίο κατηγορείται [[κανείς]], εγκληματική [[πράξη]], [[κακούργημα]] («πάντων oὖv τούτων ἐγκλήματα ἔχοντες οἱ Κορίνθιοι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> σοβαρή [[παράβαση]] γραπτού ή άγραφου νόμου («ὁ [[κατηγορούμενος]]... τόπον τε ἀπολογίας λάβοι περὶ τοῦ ἐγκλήματος», ΚΔ Πράξ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μεγάλη]] [[απερισκεψία]], [[παραφροσύνη]] («[[είναι]] [[έγκλημα]] η [[αδιαφορία]] σου»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαφωνία]], [[διένεξη]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κατηγορία]], [[καταγγελία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] μομφής, καταγγελίας<br /><b>2.</b> [[πράξη]] που προκαλεί [[κατηγορία]] ή [[ντροπή]]<br /><b>3.</b> (στους ρήτορες) έγγραφη [[κατηγορία]] που γίνεται στο δικαστήριο για κατηγορίες σχετικές με ιδιωτικές υποθέσεις.
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek Monolingual

το (AM ἔγκλημα)
1. αυτό για το οποίο κατηγορείται κανείς, εγκληματική πράξη, κακούργημα («πάντων oὖv τούτων ἐγκλήματα ἔχοντες οἱ Κορίνθιοι», Θουκ.)
2. σοβαρή παράβαση γραπτού ή άγραφου νόμου («ὁ κατηγορούμενος... τόπον τε ἀπολογίας λάβοι περὶ τοῦ ἐγκλήματος», ΚΔ Πράξ.)
νεοελλ.
μεγάλη απερισκεψία, παραφροσύνηείναι έγκλημα η αδιαφορία σου»)
μσν.
διαφωνία, διένεξη
αρχ.-μσν.
κατηγορία, καταγγελία
αρχ.
1. αντικείμενο μομφής, καταγγελίας
2. πράξη που προκαλεί κατηγορία ή ντροπή
3. (στους ρήτορες) έγγραφη κατηγορία που γίνεται στο δικαστήριο για κατηγορίες σχετικές με ιδιωτικές υποθέσεις.