ευμηχανία: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(15) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐμηχανία]] και δωρ. τ. εὐμαχανία, η (Α) [[ευμήχανος]]<br /><b>1.</b> [[επιτηδειότητα]] στην [[επινόηση]] μέσων<br /><b>2.</b> εφευρετική [[ικανότητα]] («ὁ μὲν δίκαια ἔπασχεν ἀπολαύων τῆς | |mltxt=[[εὐμηχανία]] και δωρ. τ. εὐμαχανία, η (Α) [[ευμήχανος]]<br /><b>1.</b> [[επιτηδειότητα]] στην [[επινόηση]] μέσων<br /><b>2.</b> εφευρετική [[ικανότητα]] («ὁ μὲν δίκαια ἔπασχεν ἀπολαύων τῆς αὐτοῦ εὐμηχανίας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τύχης [[εὐμηχανία]]» — η [[ευπορία]] της τύχης. | ||
}} | }} |