ευμηχανία: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(15)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐμηχανία]] και δωρ. τ. εὐμαχανία, η (Α) [[ευμήχανος]]<br /><b>1.</b> [[επιτηδειότητα]] στην [[επινόηση]] μέσων<br /><b>2.</b> εφευρετική [[ικανότητα]] («ὁ μὲν δίκαια ἔπασχεν ἀπολαύων τῆς αὐτοῡ εὐμηχανίας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τύχης [[εὐμηχανία]]» — η [[ευπορία]] της τύχης.
|mltxt=[[εὐμηχανία]] και δωρ. τ. εὐμαχανία, η (Α) [[ευμήχανος]]<br /><b>1.</b> [[επιτηδειότητα]] στην [[επινόηση]] μέσων<br /><b>2.</b> εφευρετική [[ικανότητα]] («ὁ μὲν δίκαια ἔπασχεν ἀπολαύων τῆς αὐτοῦ εὐμηχανίας», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τύχης [[εὐμηχανία]]» — η [[ευπορία]] της τύχης.
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek Monolingual

εὐμηχανία και δωρ. τ. εὐμαχανία, η (Α) ευμήχανος
1. επιτηδειότητα στην επινόηση μέσων
2. εφευρετική ικανότητα («ὁ μὲν δίκαια ἔπασχεν ἀπολαύων τῆς αὐτοῦ εὐμηχανίας», Λουκιαν.)
3. φρ. «τύχης εὐμηχανία» — η ευπορία της τύχης.