εὐμηχανία
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
Dor. εὐμαχανία, ἡ, skill in devising means, c. inf., Pi.I.4(3).2, Pae.7 Fr.16.11; = εὐπορία, Stoic. 3.64, Plu.Tim.16; inventive skill, Andronic.Rhod.p.578 M., Luc. Phal.1.12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habileté inventive, industrie.
Étymologie: εὐμήχανος.
German (Pape)
ἡ, Geschicklichkeit, Etwas zu bewerkstelligen, Erfindungskraft: εὐμαχανίαν ἔφανας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν Pind. I. 3.20; Sp., θαυμάζοντες τῆς τύχης τὴν εὐμηχανίαν Plut. Timol. 16.
Russian (Dvoretsky)
εὐμηχᾰνία: дор. εὐμᾱχᾰνία ἡ сметливость, изобретательность, остроумие, находчивость Pind., Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμηχᾱνία: Δωρ. εὐμᾱχανία, ἡ, ἐπιτηδειότης ἐν τῇ ἐπινοήσει μέσων, ἐφευρετικὴ ἱκανότης, μετ’ ἀπαρ., Πίνδ. Ι. 4. 3: = εὐπορία, Πλουτ. Τιμολ. 16, Λουκ. Φάλ. 1. 12.
Greek Monolingual
εὐμηχανία και δωρ. τ. εὐμαχανία, η (Α) ευμήχανος
1. επιτηδειότητα στην επινόηση μέσων
2. εφευρετική ικανότητα («ὁ μὲν δίκαια ἔπασχεν ἀπολαύων τῆς αὐτοῦ εὐμηχανίας», Λουκιαν.)
3. φρ. «τύχης εὐμηχανία» — η ευπορία της τύχης.
Greek Monotonic
εὐμηχᾰνία: Δωρ. εὐμᾱχ-, ἡ, εφευρετική ικανότητα, σε Πίνδ., Πλούτ.