εξευτελίζω: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(12) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ξευτελίζω]] (AM [[ἐξευτελίζω]]) [[ευτελίζω]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ευτελές, [[εξαχρειώνω]] («κι αν δεν μπορεῑς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, | |mltxt=και [[ξευτελίζω]] (AM [[ἐξευτελίζω]]) [[ευτελίζω]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ευτελές, [[εξαχρειώνω]] («κι αν δεν μπορεῑς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, τοῦτο προσπάθησε [[τουλάχιστον]]<br />μην τήν εξευτελίζεις», Καβάφης)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>εξευτελίζομαι</i><br />[[χάνω]] την [[αξιοπρέπεια]] μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ευτελές<br /><b>2.</b> [[ελαττώνω]] [[πέρα]] από το κανονικό, [[περιορίζω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 15 February 2019
Greek Monolingual
και ξευτελίζω (AM ἐξευτελίζω) ευτελίζω
καθιστώ κάτι ευτελές, εξαχρειώνω («κι αν δεν μπορεῑς να κάνεις τη ζωή σου όπως τή θες, τοῦτο προσπάθησε τουλάχιστον
μην τήν εξευτελίζεις», Καβάφης)
νεοελλ.
μέσ. εξευτελίζομαι
χάνω την αξιοπρέπεια μου
αρχ.
1. θεωρώ κάτι ευτελές
2. ελαττώνω πέρα από το κανονικό, περιορίζω.