κτήτορας: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
(22)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[κτητόρισσα]] (AM [[κτήτωρ]], -ορος, Μ θηλ. [[κτητόρισσα]])<br />[[κύριος]], [[κάτοχος]], [[ιδιοκτήτης]] («τῷ κτήτορι τοῡ οἰκείου πλούτου», Ιω. Κλήμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ναούς, μονές, ιδρύματα) [[ιδρυτής]], [[κτίτορας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτη</i>- του <i>κτῶμαι</i>, <b>[[πρβλ]].</b> μελλ. <i>κτή</i>-<i>σομαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τωρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κτί</i>-<i>τωρ</i>, <i>ρή</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. [[κτητόρισσα]] (AM [[κτήτωρ]], -ορος, Μ θηλ. [[κτητόρισσα]])<br />[[κύριος]], [[κάτοχος]], [[ιδιοκτήτης]] («τῷ κτήτορι τοῦ οἰκείου πλούτου», Ιω. Κλήμ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για ναούς, μονές, ιδρύματα) [[ιδρυτής]], [[κτίτορας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κτη</i>- του <i>κτῶμαι</i>, <b>[[πρβλ]].</b> μελλ. <i>κτή</i>-<i>σομαι</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τωρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κτί</i>-<i>τωρ</i>, <i>ρή</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:40, 15 February 2019

Greek Monolingual

ο, θηλ. κτητόρισσα (AM κτήτωρ, -ορος, Μ θηλ. κτητόρισσα)
κύριος, κάτοχος, ιδιοκτήτης («τῷ κτήτορι τοῦ οἰκείου πλούτου», Ιω. Κλήμ.)
μσν.-αρχ.
(για ναούς, μονές, ιδρύματα) ιδρυτής, κτίτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη- του κτῶμαι, πρβλ. μελλ. κτή-σομαι + κατάλ. -τωρ (πρβλ. κτί-τωρ, ρή-τωρ)].