μεμψιμοιρώ: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(24) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α μεμψιμοιρῶ, -έω) [[μεμψίμοιρος]]<br />[[παραπονιέμαι]] με τη [[μοίρα]] μου, [[είμαι]] δυσαρεστημένος, [[γκρινιάζω]] («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῑν αὐτῷ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[παραπονιέμαι]] για [[κάτι]] («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι μὴ παρελήφθη πρὸς τὴν θυσίαν ὑπὸ | |mltxt=(Α μεμψιμοιρῶ, -έω) [[μεμψίμοιρος]]<br />[[παραπονιέμαι]] με τη [[μοίρα]] μου, [[είμαι]] δυσαρεστημένος, [[γκρινιάζω]] («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῑν αὐτῷ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[παραπονιέμαι]] για [[κάτι]] («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι μὴ παρελήφθη πρὸς τὴν θυσίαν ὑπὸ τοῦ Οἰνέως», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατηγορώ]] κάποιον («οὐ μεμψιμοιρεῑ ὁ [[δῆμος]] οὐδὲν αὐτῷ», <b>Δημοσθ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 15 February 2019
Greek Monolingual
(Α μεμψιμοιρῶ, -έω) μεμψίμοιρος
παραπονιέμαι με τη μοίρα μου, είμαι δυσαρεστημένος, γκρινιάζω («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῑν αὐτῷ», Πολ.)
αρχ.
1. (γενικά) παραπονιέμαι για κάτι («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι μὴ παρελήφθη πρὸς τὴν θυσίαν ὑπὸ τοῦ Οἰνέως», Λουκιαν.)
2. κατηγορώ κάποιον («οὐ μεμψιμοιρεῑ ὁ δῆμος οὐδὲν αὐτῷ», Δημοσθ.).