λίσσωμα: Difference between revisions
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(3) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λίσσωμα]], το (Α) [[λισσώ]]<br />η [[κορυφή]], το [[σημείο]] του κεφαλιού στο οποίο χωρίζονται οι [[τρίχες]] και κατεβαίνουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις ( | |mltxt=[[λίσσωμα]], το (Α) [[λισσώ]]<br />η [[κορυφή]], το [[σημείο]] του κεφαλιού στο οποίο χωρίζονται οι [[τρίχες]] και κατεβαίνουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις («τοῦ δὲ κρανίου κορυφὴ καλεῑται τὸ [[μέσον]] καὶ [[λίσσωμα]] τῶν τριχῶν», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λίσσωμα:''' ατος τό гладкое место: λ. τῶν [[τριχῶν]] Arst. макушка головы, откуда волосы растут в разных направлениях, т. е. лучеобразно расходятся. | |elrutext='''λίσσωμα:''' ατος τό гладкое место: λ. τῶν [[τριχῶν]] Arst. макушка головы, откуда волосы растут в разных направлениях, т. е. лучеобразно расходятся. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 15 February 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A smoothness, λ. τριχῶν the crown or spot on the head from which the hair sets in different ways, Arist.HA491b6.
German (Pape)
[Seite 53] τριχῶν, τό, der Wirbel der Haare auf dem Kopfe, Arist. H. A. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
λίσσωμα: τό, (λισσὸς) λειότης, λ. τριχῶν, ἡ κορυφὴ ἢ τὸ σημεῖον τῆς κεφαλῆς, ἀφ’ οὗ αἱ τρίχες χωρίζονται καὶ καταβαίνουσι κατὰ διαφόρους διευθύνσεις· καὶ λίσσωσις, εως, ἡ, ἡ πρὸς τὰ κάτω ἀπὸ τῆς κορυφῆς λεία κατάβασις ἢ τὸ χώρισμα τῶν τριχῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 7, 4.
Greek Monolingual
λίσσωμα, το (Α) λισσώ
η κορυφή, το σημείο του κεφαλιού στο οποίο χωρίζονται οι τρίχες και κατεβαίνουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις («τοῦ δὲ κρανίου κορυφὴ καλεῑται τὸ μέσον καὶ λίσσωμα τῶν τριχῶν», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
λίσσωμα: ατος τό гладкое место: λ. τῶν τριχῶν Arst. макушка головы, откуда волосы растут в разных направлениях, т. е. лучеобразно расходятся.