ξενηλατώ: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
(27)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ξενηλατῶ, -έω)<br />[[εκδιώκω]] τους ξένους ή [[απαγορεύω]] την είσοδό τους στη [[χώρα]] («[[ὥσπερ]] ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῡνται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλατῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ηλατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λε</i>-<i>ηλατώ</i>].
|mltxt=(Α ξενηλατῶ, -έω)<br />[[εκδιώκω]] τους ξένους ή [[απαγορεύω]] την είσοδό τους στη [[χώρα]] («[[ὥσπερ]] ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῦνται», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλατῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>ηλατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λε</i>-<i>ηλατώ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:45, 15 February 2019

Greek Monolingual

(Α ξενηλατῶ, -έω)
εκδιώκω τους ξένους ή απαγορεύω την είσοδό τους στη χώραὥσπερ ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῦνται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ηλατῶ (< -ηλατος < ἐλαύνω), πρβλ. λε-ηλατώ].