ξενηλατώ

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source

Greek Monolingual

(Α ξενηλατῶ, -έω)
εκδιώκω τους ξένους ή απαγορεύω την είσοδό τους στη χώραὥσπερ ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῦνται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ηλατῶ (< -ηλατος < ἐλαύνω), πρβλ. λεηλατώ].