προσοίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(35)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ανοίγω]] και [[κάτι]] [[ακόμη]] («ἐξῆλθε δὲ ὁ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ [[πρόθυρον]], τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν [[ὀπίσω]] αὐτοῡ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>οἴγνυμι</i> «[[ανοίγω]]»].
|mltxt=Α<br />[[ανοίγω]] και [[κάτι]] [[ακόμη]] («ἐξῆλθε δὲ ὁ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ [[πρόθυρον]], τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν [[ὀπίσω]] αὐτοῦ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>οἴγνυμι</i> «[[ανοίγω]]»].
}}
}}

Revision as of 13:00, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσοίγνῡμι Medium diacritics: προσοίγνυμι Low diacritics: προσοίγνυμι Capitals: ΠΡΟΣΟΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: prosoígnymi Transliteration B: prosoignymi Transliteration C: prosoignymi Beta Code: prosoi/gnumi

English (LSJ)

aor. -έῳξα,

   A shut, τὴν θύραν LXX Ge.19.6.

German (Pape)

[Seite 774] (s. οἴγνυμι), dazu, dabei eröffnen.

Greek (Liddell-Scott)

προσοίγνῡμι: ἀνοίγω προσέτι, Ἰω. Χρυσ. τ. 1, σ. 354, 32.

Greek Monolingual

Α
ανοίγω και κάτι ακόμη («ἐξῆλθε δὲ ὁ Λὼτ πρὸς αὐτοὺς πρὸς τὸ πρόθυρον, τὴν δὲ θύραν προσέῳξεν ὀπίσω αὐτοῦ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οἴγνυμι «ανοίγω»].