προσεπιλέγω: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(4)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[ἐπιλέγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο μέσ.) <i>προσεπιλέγομαι</i><br />παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί [[πλέον]], προσεπικαλούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω [[κάτι]] επιπροσθέτως, [[προσθέτω]] [[κάτι]] στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾱν ὑπομενοῡσιν, εἰ [[πάντως]] τοῡτο κέκριται Ῥοδίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[παίρνω]], [[επιλέγω]] περισσότερα («ταῑς προαιρέσιν εὐθετωτάτων πρὸς τὴν κατάλυσιν τῆς δημοκρατίας προσεπελέξατο», <b>Διόδ.</b>).
|mltxt=ΝΑ [[ἐπιλέγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο μέσ.) <i>προσεπιλέγομαι</i><br />παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί [[πλέον]], προσεπικαλούμαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> λέω [[κάτι]] επιπροσθέτως, [[προσθέτω]] [[κάτι]] στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾱν ὑπομενοῡσιν, εἰ [[πάντως]] τοῦτο κέκριται Ῥοδίοις», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[παίρνω]], [[επιλέγω]] περισσότερα («ταῑς προαιρέσιν εὐθετωτάτων πρὸς τὴν κατάλυσιν τῆς δημοκρατίας προσεπελέξατο», <b>Διόδ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσεπιλέγω:''' [[λέγω]] III] сверх того говорить, добавлять к сказанному Polyb.
|elrutext='''προσεπιλέγω:''' [[λέγω]] III] сверх того говорить, добавлять к сказанному Polyb.
}}
}}

Revision as of 13:05, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεπιλέγω Medium diacritics: προσεπιλέγω Low diacritics: προσεπιλέγω Capitals: ΠΡΟΣΕΠΙΛΕΓΩ
Transliteration A: prosepilégō Transliteration B: prosepilegō Transliteration C: prosepilego Beta Code: prosepile/gw

English (LSJ)

   A say still further, τοῖς εἰρημένοις Thphr.CP1.21.7; ὅτι Plb.21.24.14, cf. Phld.Lib. p.50 O.    II Med., pick out or choose besides, D.S.19.6.

German (Pape)

[Seite 761] (s. λέγω), noch dazu sagen, hinzusetzen, Pol. 22, 7, 14.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιλέγω: λέγω ἔτι περαιτέρω, τοῖς εἰρημένοις Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 7, Πολύβ. 22. 7, 14, κτλ. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω, ἐκλέγω προσέτι, Διόδ. 19, 6.

Spanish

pronunciar además

Greek Monolingual

ΝΑ ἐπιλέγω
νεοελλ.
(μόνο μέσ.) προσεπιλέγομαι
παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί πλέον, προσεπικαλούμαι
αρχ.
1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾱν ὑπομενοῡσιν, εἰ πάντως τοῦτο κέκριται Ῥοδίοις», Πολ.)
2. μέσ. παίρνω, επιλέγω περισσότερα («ταῑς προαιρέσιν εὐθετωτάτων πρὸς τὴν κατάλυσιν τῆς δημοκρατίας προσεπελέξατο», Διόδ.).

Russian (Dvoretsky)

προσεπιλέγω: λέγω III] сверх того говорить, добавлять к сказанному Polyb.