intercourse: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(CSV4)
m (Text replacement - "<b class="b2">1, 3</b>" to "1, 3")
Line 2: Line 2:
|Text=[[File:woodhouse_449.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_449.jpg}}]]'''subs.'''
|Text=[[File:woodhouse_449.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_449.jpg}}]]'''subs.'''
P. and V. [[ὁμιλία]], ἡ, [[κοινωνία]], ἡ, [[συνουσία]], ἡ, P. [[ἐπιμιξία]], ἡ, κοινωνήματα, τά, V. συναλλαγαί, αἱ.
P. and V. [[ὁμιλία]], ἡ, [[κοινωνία]], ἡ, [[συνουσία]], ἡ, P. [[ἐπιμιξία]], ἡ, κοινωνήματα, τά, V. συναλλαγαί, αἱ.
<b class="b2">Want of mutual intercourse</b>: P. [[ἀμιξία]] [[ἀλλήλων]] (Thuc. <b class="b2">1, 3</b>).
<b class="b2">Want of mutual intercourse</b>: P. [[ἀμιξία]] [[ἀλλήλων]] (Thuc. 1, 3).
<b class="b2">I bear with me a curse that bars all friendly intercourse</b>: V. οὐ γὰρ ἄτας εὐπροσηγόρους φέρω (Eur., ''H.F.'' 1284).
<b class="b2">I bear with me a curse that bars all friendly intercourse</b>: V. οὐ γὰρ ἄτας εὐπροσηγόρους φέρω (Eur., ''H.F.'' 1284).
<b class="b2">Friendship</b>: P. and V. [[φιλία]], ἡ, [[ὁμιλία]], ἡ, P. [[χρεία]], ἡ, [[συνήθεια]], ἡ.
<b class="b2">Friendship</b>: P. and V. [[φιλία]], ἡ, [[ὁμιλία]], ἡ, P. [[χρεία]], ἡ, [[συνήθεια]], ἡ.
<b class="b2">Have intercourse with</b>, v.: P. and V. ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.), κοινωνεῖν (dat.), κοινοῦσθαι (dat.), συναλλάσσειν (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), συνεῖναι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), πλησιάζειν (dat.) (Dem. 925), συμμίγνυσθαι (<b class="b2">pass</b>) (dat.), P. ἐπιμιγνύναι (or pass.) (dat.), ἐπιμίσγειν (absol.), Ar. and P. συμμιγνύναι (dat.).
<b class="b2">Have intercourse with</b>, v.: P. and V. ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.), κοινωνεῖν (dat.), κοινοῦσθαι (dat.), συναλλάσσειν (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), συνεῖναι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), πλησιάζειν (dat.) (Dem. 925), συμμίγνυσθαι (<b class="b2">pass</b>) (dat.), P. ἐπιμιγνύναι (or pass.) (dat.), ἐπιμίσγειν (absol.), Ar. and P. συμμιγνύναι (dat.).
}}
}}

Revision as of 10:29, 25 February 2019

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 449.jpg

subs.

P. and V. ὁμιλία, ἡ, κοινωνία, ἡ, συνουσία, ἡ, P. ἐπιμιξία, ἡ, κοινωνήματα, τά, V. συναλλαγαί, αἱ. Want of mutual intercourse: P. ἀμιξία ἀλλήλων (Thuc. 1, 3). I bear with me a curse that bars all friendly intercourse: V. οὐ γὰρ ἄτας εὐπροσηγόρους φέρω (Eur., H.F. 1284). Friendship: P. and V. φιλία, ἡ, ὁμιλία, ἡ, P. χρεία, ἡ, συνήθεια, ἡ. Have intercourse with, v.: P. and V. ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.), κοινωνεῖν (dat.), κοινοῦσθαι (dat.), συναλλάσσειν (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), συνεῖναι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), πλησιάζειν (dat.) (Dem. 925), συμμίγνυσθαι (pass) (dat.), P. ἐπιμιγνύναι (or pass.) (dat.), ἐπιμίσγειν (absol.), Ar. and P. συμμιγνύναι (dat.).