φαρμακοποιία: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(44)
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[φαρμακοποιΐα]], ΝΑ [[φαρμακοποιός]]<br />η [[τέχνη]] της παρασκευής φαρμάκων<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συλλογή]] μονογραφιών για τις εγκεκριμένες φαρμακευτικές ουσίες, τους αποδεκτούς κανόνες για την ισχύ και την καθαρότητά τους και οδηγίες για την [[παρασκευή]] τους.
|mltxt=η / [[φαρμακοποιΐα]], ΝΑ [[φαρμακοποιός]]<br />η [[τέχνη]] της παρασκευής φαρμάκων<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συλλογή]] μονογραφιών για τις εγκεκριμένες φαρμακευτικές ουσίες, τους αποδεκτούς κανόνες για την ισχύ και την καθαρότητά τους και οδηγίες για την [[παρασκευή]] τους.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1256.png Seite 1256]] ἡ, das Zubereiten der Arzneien u. s. w., die Kunst des [[φαρμακοποιός]], Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''φαρμᾰκοποιΐα:''' ἡ искусство приготовления снадобий Diog. L.
}}
}}

Revision as of 11:13, 26 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκοποιία Medium diacritics: φαρμακοποιία Low diacritics: φαρμακοποιία Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΙΑ
Transliteration A: pharmakopoiía Transliteration B: pharmakopoiia Transliteration C: farmakopoiia Beta Code: farmakopoii/a

English (LSJ)

ἡ,

   A preparation of drugs, D.L.7.117.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκοποιία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ φαρμακοποιοῦ, Διογέν. Λαέρτ. 7. 117.

Greek Monolingual

η / φαρμακοποιΐα, ΝΑ φαρμακοποιός
η τέχνη της παρασκευής φαρμάκων
νεοελλ.
συλλογή μονογραφιών για τις εγκεκριμένες φαρμακευτικές ουσίες, τους αποδεκτούς κανόνες για την ισχύ και την καθαρότητά τους και οδηγίες για την παρασκευή τους.

German (Pape)

[Seite 1256] ἡ, das Zubereiten der Arzneien u. s. w., die Kunst des φαρμακοποιός, Sp.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκοποιΐα: ἡ искусство приготовления снадобий Diog. L.