отделять: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(4) |
(No difference)
|
Revision as of 22:50, 13 October 2019
Russian > Greek
ἀπαρτάω, ἀποδιορίζω, ἀπομερίζω, ἀποχωρίζω, ἀποκρίνω, ἀφορίζω, εἴργω, κρίνω, χωρίζω, ἀποδιΐστημι, ἀποσχίζω, ἀποτέμνω, ἀποτάμνω, διείργω, διέργω, διαχωρίζω, περιρρήγνυμι, περιρρηγνύω, διαζεύγνυμι, ἀποδαίομαι