ἀποδιΐστημι
ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
English (LSJ)
A separate, ἀποδιαστῆσαι καὶ διαχωρίσαι Plu.2.968d, cf. Vett. Val.214.17:—Pass., Hsch.
II intr., to be distant, [πόλεις] θαλάσσης ἀποδιέστησαν Lib.Descr.8.1, cf. Paul.Al.F.1.
Spanish (DGE)
I tr. separar, distinguir c. ac. τὸ μέρος Plu.2.968d, τὰς σημαινομένας (πόλεις) Cyr.Al.M.71.973A, c. ac. y giro c. prep. o gen. ἕκαστον ἀριθμὸν ἀπ' ἀλλήλων Hero Geom.444.20, τὸ φύσει τῶν κατὰ χάριν Cyr.Al.M.73.112A.
II intr.
1 c. gen., aor. rad. distar θαλάσσης Lib.Descr.8.1, τοῦ Ἡλίου Paul.Al.29.6
•tb. aor. sigmático τοσαύτας (sc. μοῖρας) ἡ Σελήνην ἀποδιαστήσασα τοῦ Ἡλίου Vett.Val.214.17.
2 en v. med. discrepar περὶ τῆς θρῃσκείας τῆς ἁγίας καὶ ἐπουρανίου δυνάμεως καὶ τῆς αἱρέσεως τῆς καθολικῆς ἀποδιίστασθαι ἤρξαντο Const. en Eus.HE 10.5.21.
French (Bailly abrégé)
séparer, écarter.
Étymologie: ἀπό, διΐστημι.
German (Pape)
(ἵστημι), auseinander stellen, trennen, ἀποδιαστῆσαί τινος Plut. Sol. an. 12; med. und intr. tempp., auseinander treten, getrennt sein, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδιΐστημι: отделять (ἀποδιαστῆσαί τινος Plut.).
Léxico de magia
separar, dividir λόγον ἐπανάγνωθι, αὐτὸν γʹ ἀποδιαστ<ήσ>ας, ἀνὰ τετράκις recita la fórmula, dividiéndola en tres partes, cuatro veces cada una P IV 2391