склоняться: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(6) |
(No difference)
|
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(6) |
(No difference)
|
νεύω, συγκλίνω, ταλαντεύω, ὑποκύπτω, ἐπιρρέπω, ἐπινεύω, καταρρέπω, ἐγκλίνω, ἀποκλίνω, ἀπονεύω, προσκλίνω, ποτικλίνω, συγκύπτω, δοχμόομαι, ῥέπω