ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
φθόϊς, φθοῖς, φθοΐς, μαζίσκη, πλακόεις, μάζα, μᾶζα