φθόϊς

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθόϊς Medium diacritics: φθόϊς Low diacritics: φθόϊς Capitals: ΦΘΟΪΣ
Transliteration A: phthóïs Transliteration B: phthois Transliteration C: fthois Beta Code: fqo/i+s

English (LSJ)

ϊος, ὁ: acc. sg. φθόϊν (φθόϊγ καὶ ἐρμητήν) GDIivp.883 (Erythrae, iv B. C.); nom. et acc. pl.
A φθόεις Hp.Mul.1.104, Ath.11.489d (written φθόϊς in Plu.2.292f); Att. acc. pl. φθοῖς Ar.Pl.677; dat. φθοῖσι Eup.373; Dor. and poet. acc. pl. φθόϊας SIG1025.31,38 (Cos, iv/iii B. C.), Call.Fr.337:—also Att. φθοΐς, ΐδος, ἡ, acc. φθοΐδα AP6.258 (Adaeus); nom. pl. φθοΐδες or φθοῖδες IG12.301.103,109, 116:—a kind of cake, Ar. l.c., GDIl. c., SIG l. c., Chrysipp.Tyan. ap. Ath. 14.647d, Porph.Abst.2.7: Lat. abl. pl. pthoibus CIL6.32323.140, 145 (Rome, i B. C.); nom. fthois = uuum (i.e. libum), Glossaria
2 Medic., pastille, used for fumigation, Hp. l.c.
3 bar of precious metal, χρυσίου Σκαπτησυλικοῦ IGl. c., cf. 22.1443.20, al.; but φ. χρυσίου gold-dust, Hsch.
II a kind of cup, prob. the same as φιάλη ὀμφαλωτή, Eup. l. c., cf. Ath.11.502b; φθόεις κυκλοτερεῖς ib. 489d.

German (Pape)

[Seite 1272] ὁ, att. zsgzgn ὁ φθοῖς, Piers. Moer. 386, plur. nom. φθοῖς Ar. Plut. 677, aber auch φθόεις, u. φθοΐς, ΐδος, ἡ, nom. plur. φθοΐδες, – 1) eine ἰπνίτης, πιαλέος; τροχιὰν ἐν κανέῳ φθοΐδα Add. 1 (II, 258). – Bei den Aerzten Pillen, Hippocr. – 2) eine Art Schaale, πλατεῖα φιάλη ὀμφαλωτή, Eupolis bei Ath. XI, 502 b.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
sorte de gâteau rond.
Étymologie: DELG rien de définitif.

Russian (Dvoretsky)

φθόϊς: стяж. φθοῖς ὁ (acc. pl. φθοῖς) и φθοΐς, ΐδος ἡ лепешка, коржик Arph., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φθόϊς: ϊος, ὁ· ὀνομ. καὶ αἰτιατ. πληθ. φθόεις, Ἱππ. 792Β, κἑξ., Ἀθήν. 489C· Ἀττ. φθοῖς Ἀριστοφ. Πλ. 677· δοτ. φθοῖσι Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 71· ― ὡσαύτως Ἀττ. φθοΐς, ΐδος, ἡ αἰτιατ. φθοΐδα Ἀνθ. Παλ. 6. 258· ― εἶδος πλακοῦντος, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Χρύσιππ. Τυαν. παρ’ Ἀθην. 647D, Ε. 2) Ἰατρ. καταπότιον, «χάπι», Föes. Oec. Hipp. 3) φθ. χρυσίου, χρυσῆ κόνιςἄμμος, Ἡσύχ., πρβλ. Böckh. C. I. 1. σελ. 218. ΙΙ. παρ’ Εὐπόλ. ἔνθ’ ἀνωτ., εἶδος ὀμφαλωτῆς φιάλης, πρβλ. Ἀθήν. 502Β· φθόεις κυκλοτερεῖς Ἀθήν. ἔνθ. ἀνωτ.

Greek Monolingual

-ϊος, ό, και αττ. τ. φθοΐς, -ΐδος, ή, και τ. ονομ. πληθ. φθοῖς Α
1. είδος πίτας
2. α) καταπότιο
β) χάπι που χρησιμοποιείται για απολύμανση με υποκαπνισμό
3. ράβδος πολύτιμου μετάλλου
4. φρ. «φθόϊς χρυσίου»
(κατά τον Ησύχ.) σκόνη ή άμμος χρυσού
5. είδος ομφαλωτής φιάλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει διάφορες σημ. Αρχικά η λ. φθοῖς / φθόϊς / φθοΐς χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ένα είδος πίτας από υλικά τριμμένα, που προσφερόταν στους θεούς, αλλά απαντά και με σημ. «σκόνη, ψήγματα χρυσού που λειώνονται ξανά σε ενιαία μάζα», από όπου και η σημ. «μάζα μετάλλου» (πρβλ. και τις ανάλογες χρήσεις του γαλλ. τ. gateau, καθώς και τον τ. πέλανορ «τετράχαλκον»: πελανός «είδος πίτας»). Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ο τ. συνδέεται με τη λ. φθόη «φθορά, ελάττωση» (βλ. και λ. φθίνω), η οποία θα μπορούσε να ερμηνευθεί είτε με βάση το ότι η πίτα αυτή σιγοκαίγεται, δηλ. φθείρεται, ελαττώνεται στη φωτιά του βωμού, είτε με βάση τον τρόπο παρασκευής της από υλικά αλεσμένα που έχουν μετατραπεί σε σκόνη και, επομένως, κατά μία έννοια, έχουν ελαττωθεί, έχουν φθαρεί. Παραμένει, ωστόσο, πιθανή και η περίπτωση να πρόκειται για δάνεια λ. Η λ. απαντά συνήθως ως αρσ. και σπανιότερα ως θηλ. και εμφανίζει στην αττ. κυρίως διάλεκτο την μονοσύλλαβη μορφή φθοῖς, χρησιμοποιούνται, όμως, και οι τ. φθόϊς και φθοΐς (πρβλ. και τον λατ. τ. της αφαιρετικής πληθ. pthoibus, δάνειο από την Ελληνική, όπου η γρφ. -οι- οδηγεί σε ελλ. τ. φθοΐς / φθόϊς). Τέλος, η λ. εμφανίζει και στην κλίση της ποικιλία τ. (πρβλ. αιτ. εν. φθόϊν και φθοΐδα, ονομ. πληθ. φθοῖς και φθοῖδες ήφθοΐδες κ.λπ.)].

Greek Monotonic

φθόϊς: -ϊος, ὁ, ονομ. και αιτ. πληθ. φθοῖς, είδος πίτας, σε Αριστοφ.

Frisk Etymology German

φθόϊς: -ιος,
{phthóïs}
Forms: auch φθοΐς, -ίδος
Grammar: f.
Meaning: Art Kuchen (Erythrae IVa, KosIV-IIIa, Ar. u.a.), Pastille für Räucherung (Hp.), Metallbarren (att. Inschr.), Art Becher ? (Eup. 373 nach Ath. 11, 502b; sehr unsicher, vgl. Kock z.St.).
Derivative: Demin. φθοΐσκος (Hp.).
Etymology: Die untereinander stark abweichenden Bedd. bieten ein noch ungelöstes Problem. Die von H. s.v. außer ’πλακοῦς’ angeführten Erklärungen ’τὰ πρὸς λεπτὸν ἀληλεσμένα καὶ τὸ ἀπορρέον ψῆγμα τοῦ χρυσίου’ scheinen mit der formal sehr naheliegenden Anknüpfung an φθόη wohl vereinbar zu sein. Auch der Kuchen könnte wohl nach seiner Konsistenz benannt sein.
Page 2,1016