πλακόεις
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
πλακόεσσα, πλακόεν, flat, πεδίον D.P.Fr.12.6, cf. Orph.A.951.
German (Pape)
[Seite 624] εσσα, εν, platt, flach, eben. breit, Orph. Arg. 949 u. a. Sp. S. πλακοῦς.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
plat ; ὁ πλακόεις, par contr. ὁ πλακοῦς (ἄρτος) AR gâteau plat.
Étymologie: πλάξ.
Russian (Dvoretsky)
πλᾰκόεις: II стяж. πλᾰκοῦς, οῦντος ὁ (sc. ἄρτος) лепешка Arph. etc.
όεσσα, όεν плоский.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰκόεις: εσσα, εν, πλακώδης ἢ πλατύς, Διον. Π. Ἀποσπ. 12. 7, Ὀρφ. Ἀργ. 949· πρβλ. πλακοῦς.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(κυρίως για τόπο) πλατύς, επίπεδος, πεδινός («χώρῳ ἐπὶ πλακόεντι βόθρον τρίστοιχον ὄρυξα», Ορφ. Αργ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάξ, πλακός + κατάλ. -όεις].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλακόεις zie πλακοῦς.