судить: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[βραβεύω]], [[θεμιστεύω]], [[δικάζω]], [[σταθμόομαι]], [[κανονίζω]], [[ἀνακρίνω]], [[σκέπτομαι]], [[θεωρέω]], [[γνωματεύω]], [[ἐπικρίνω]], [[θεμίζω]], [[ἀγωνοθετέω]] | |rueltext=[[τεκμαίρομαι]], [[ἀθρέω]], [[βραβεύω]], [[θεμιστεύω]], [[δικάζω]], [[σταθμόομαι]], [[κανονίζω]], [[ἀνακρίνω]], [[σκέπτομαι]], [[θεωρέω]], [[γνωματεύω]], [[ἐπικρίνω]], [[θεμίζω]], [[ἀγωνοθετέω]], [[κρίνω]], [[κατακρίνω]], [[ἰθύνω]], [[δικάζω]], [[στοχάζομαι]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:38, 15 October 2019
Russian > Greek
τεκμαίρομαι, ἀθρέω, βραβεύω, θεμιστεύω, δικάζω, σταθμόομαι, κανονίζω, ἀνακρίνω, σκέπτομαι, θεωρέω, γνωματεύω, ἐπικρίνω, θεμίζω, ἀγωνοθετέω, κρίνω, κατακρίνω, ἰθύνω, δικάζω, στοχάζομαι