валяться: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(1)
 
(ru-m-18-oct)
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[καλινδέομαι]], [[συγκυλίομαι]], [[ἀλινδέομαι]], [[ἀλίνδομαι]], [[ἐγκυλίω]], [[συγκυλινδέομαι]], [[κατάκειμαι]]
|rueltext=[[καλινδέομαι]] ;; [[συγκυλίομαι]] ;; [[ἀλινδέομαι]] ;; [[ἀλίνδομαι]] ;; [[ἐγκυλίω]] ;; [[συγκυλινδέομαι]] ;; [[κατάκειμαι]] ;; [[κυλίνδω]]
}}
}}

Revision as of 17:00, 18 October 2019