συγκυλίομαι

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκῠλίομαι Medium diacritics: συγκυλίομαι Low diacritics: συγκυλίομαι Capitals: ΣΥΓΚΥΛΙΟΜΑΙ
Transliteration A: synkylíomai Transliteration B: synkyliomai Transliteration C: sygkyliomai Beta Code: sugkuli/omai

English (LSJ)

Pass., = συγκυλινδέομαι (roll about, wallow together), DS. 5.32 ; Διογένει with him, Aristipp. ap. Ath. 13.588e, cf. Ptol.Euerg. 3J. of an eagle, swoop, ἐπὶ γῆν DS. 16.27.

Greek (Liddell-Scott)

συγκῠλίομαι: [ῑ], Παθ., = τῷ προηγ., Διόδ. 5. 32· Διογένει, μετὰ τοῦ Διογ., παρ’ Ἀθην. 588Ε. 2) ἐπὶ ἀετοῦ, ἐπιπέτομαι ἐν κύκλῳ, ἐπὶ γῆν Διόδ. 16. 27.

Russian (Dvoretsky)

συγκῠλίομαι: (λῑ)
1 валяться, кататься (ἐπὶ δοραῖς θηρίων Diod.);
2 устремляться, описывая круги (ἀετὸς συγκυλισθεὶς ἐπὶ τὴν γῆν Diod.).