непримиримый: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(4)
 
(ru-m-18-oct)
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[ἄμικτος]], [[ἀσυνάλλακτος]], [[ἀκήρυκτος]], [[ἀδιάλλακτος]], [[ἀκατάλλακτος]], [[ἄσπειστος]], [[ἀσύμβατος]], [[ἀξύμβατος]], [[ἀσυνάρμοστος]], [[δυσμείλικτος]], [[δυσκατάλλακτος]], [[δυσδιάλυτος]]
|rueltext=[[ἄμικτος]] ;; [[ἀσυνάλλακτος]] ;; [[ἀκήρυκτος]] ;; [[ἀδιάλλακτος]] ;; [[ἀκατάλλακτος]] ;; [[ἄσπειστος]] ;; [[ἀσύμβατος]] ;; [[ἀξύμβατος]] ;; [[ἀσυνάρμοστος]] ;; [[δυσμείλικτος]] ;; [[δυσκατάλλακτος]] ;; [[δυσδιάλυτος]] ;; [[ἀνήκεστος]]
}}
}}

Revision as of 17:35, 18 October 2019