пышно: Difference between revisions
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
(6) |
(ru-m-18-oct) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πλουσίως]] | |rueltext=[[πλουσίως]] ;; [[τραγικῶς]] ;; [[μεγαλοπρεπῶς]] ;; [[μεγαλοπρεπέως]] ;; [[ἀγαυρῶς]] ;; [[μεγάλως]] ;; [[σεμνῶς]] ;; [[προστατικῶς]] ;; [[πανηγυρικῶς]] ;; [[ὀγκηρῶς]] ;; [[ἐπισήμως]] ;; [[σοβαρῶς]] ;; [[μεγαλωστί]] ;; [[περισσῶς]] ;; [[ὑπερηφάνως]] | ||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 18 October 2019
Russian > Greek
πλουσίως ;; τραγικῶς ;; μεγαλοπρεπῶς ;; μεγαλοπρεπέως ;; ἀγαυρῶς ;; μεγάλως ;; σεμνῶς ;; προστατικῶς ;; πανηγυρικῶς ;; ὀγκηρῶς ;; ἐπισήμως ;; σοβαρῶς ;; μεγαλωστί ;; περισσῶς ;; ὑπερηφάνως