невыносимый: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἄλαστος]] | |rueltext=[[ἄλαστος]], [[ἀβίωτος]], [[ἄβιος]], [[ἀβάστακτος]], [[ἄτλητος]], [[ἄτλατος]], [[ἀφόρητος]], [[ἀνυπομόνητος]], [[ἄοιστος]], [[ἄφερτος]], [[δύστλητος]], [[ἀκαρτέρητος]], [[δυσάνεκτος]], [[δυσεγκαρτέρητος]], [[δύσοιστος]], [[δυσφόρητος]], [[δυσάντητος]], [[ἄσχετος]], [[ἀάσχετος]], [[δυσκαρτέρητος]], [[δυσυπόστατος]], [[δυσκόμιστος]], [[μέρμερος]], [[δύσφορος]], [[βαρύς]], [[δύσλοφος]], [[ἐπίφθονος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 18 October 2019
Russian > Greek
ἄλαστος, ἀβίωτος, ἄβιος, ἀβάστακτος, ἄτλητος, ἄτλατος, ἀφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἄοιστος, ἄφερτος, δύστλητος, ἀκαρτέρητος, δυσάνεκτος, δυσεγκαρτέρητος, δύσοιστος, δυσφόρητος, δυσάντητος, ἄσχετος, ἀάσχετος, δυσκαρτέρητος, δυσυπόστατος, δυσκόμιστος, μέρμερος, δύσφορος, βαρύς, δύσλοφος, ἐπίφθονος