δυσυπόστατος
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
δυσυπόστατον, difficult to oppose, irresistible, hard to withstand, βία D.S.17.11; of a person, Plu.Cor.8.
Spanish (DGE)
-ον
irresistible, βία D.S.17.11, 20, 60, βάρος D.S.30.9
•de pers. al que es difícil hacer frente D.S.29.19, Plu.Cor.8.
German (Pape)
[Seite 689] dem schwer zu widerstehen ist; καὶ φοβερὸς ἐντυχεῖν πολεμίῳ Plut. Coriol. 8; βία D. Sic. 17, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont il est difficile de soutenir le choc, irrésistible.
Étymologie: δυσ-, ὑφίστημι.
Russian (Dvoretsky)
δυσυπόστᾰτος: с трудом выдерживаемый, невыносимый (τόνῳ φωνῆς καὶ ὄψει προσώπου Plut.; βάρος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσυπόστᾰτος: -ον, πρὸς ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀντιστῇ τις, βία Διόδ. 17. 11, Πλούτ. Κορ. 8.
Greek Monolingual
δυσυπόστατος, -ον (Α)
εκείνος στον οποίο είναι δύσκολο να αντισταθεί κανείς.
Greek Monotonic
δυσυπόστᾰτος: -ον, αυτός στον οποίο είναι δύσκολο κάποιος να αντισταθεί, αυτός που δεν επιδέχεται αντίσταση, σε Πλούτ.