примешивать: Difference between revisions
From LSJ
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συγκαταπλέκω]] | |rueltext=[[συγκαταπλέκω]], [[συγκεράννυμι]], [[ἐμμίγνυμι]], [[ἐπιμίγνυμι]], [[διαμίγνυμι]], [[διαμιγνύω]], [[ὑπομίγνυμι]], [[ἐπικεράννυμι]], [[προσμίγνυμι]], [[προσμιγνύω]], [[προσμίσγω]], [[καταμίγνυμι]], [[καταμιγνύω]], [[ἐπεγκεράννυμι]], [[ἐγκαταμίγνυμι]], [[ἀναμίγνυμι]], [[ἀναμείγνυμι]], [[ἀμμίγνυμι]], [[ἀναμιγνύω]], [[εἰσμίγνυμι]], [[ἐγκεράννυμι]], [[παραμίγνυμι]], [[παραμείγνυμι]], [[ἀνακεράννυμι]], [[συναναμίγνυμι]], [[κοινόω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:15, 18 October 2019
Russian > Greek
συγκαταπλέκω, συγκεράννυμι, ἐμμίγνυμι, ἐπιμίγνυμι, διαμίγνυμι, διαμιγνύω, ὑπομίγνυμι, ἐπικεράννυμι, προσμίγνυμι, προσμιγνύω, προσμίσγω, καταμίγνυμι, καταμιγνύω, ἐπεγκεράννυμι, ἐγκαταμίγνυμι, ἀναμίγνυμι, ἀναμείγνυμι, ἀμμίγνυμι, ἀναμιγνύω, εἰσμίγνυμι, ἐγκεράννυμι, παραμίγνυμι, παραμείγνυμι, ἀνακεράννυμι, συναναμίγνυμι, κοινόω