deprive: Difference between revisions

From LSJ

Μέγ' ἐστὶ κέρδος, εἰ διδάσκεσθαι μάθῃς → Doceri si didiceris, est magnum lucrum → Es ist ein großer Vorteil, wenn du lernen lernst

Menander, Monostichoi, 359
mNo edit summary
m (Woodhouse1 replacement)
Line 1: Line 1:
{{Woodhouse1
{{Woodhouse1
|Text=[[File:woodhouse_213.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_213.jpg}}]]'''v. trans.'''
|Text=[[File:woodhouse_213.jpg|thumb|link={{filepath:woodhouse_213.jpg}}]]
===verb transitive===


P. and V. [[ἀφαιρέω|ἀφαιρεῖν]] (τινί τι), ἀφαιρεῖσθαι (τινά τι), ἀποστερεῖν (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τινά τι), ἀποσυλᾶν (τινά τι), V. ἀποστερίσκειν (τινά τινος), νοσφίσαι (1st aor. νοσφίζειν) (τινά τινος), νοσφίζεσθαι (τινά τινος), ἀπονοσφίζειν (τινά τινος), ἐρημοῦν (τινά τινος) (rare P.), Ar. and V. ἀποψιλοῦν (τινά τινος).
[[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἀφαιρέω]], [[ἀφαιρεῖν]] (τινί τι), [[ἀφαιρεῖσθαι]] (τινά τι), [[ἀποστερεῖν]] (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), [[στερεῖν]] (τινά τινος), [[στερίσκειν]] (τινά τινος), [[συλᾶν]] (τινά τι), [[ἀποσυλᾶν]] (τινά τι), [[verse|V.]] [[ἀποστερίσκειν]]; (τινά τινος), [[νοσφίσαι]] (1st aor. νοσφίζειν) (τινά τινος), [[νοσφίζεσθαι]] (τινά τινος), [[ἀπονοσφίζειν]] (τινά τινος), [[ἐρημοῦν]] (τινά τινος) (rare [[prose|P.]]), [[Aristophanes|Ar.]] and [[verse|V.]] [[ἀποψιλοῦν]]; (τινά τινος).


[[help]] (a [[person]]) in [[depriving]]: P. συναποστερεῖν (τινά τινος with dat. of the person helped).
[[help]] (a [[person]]) in [[depriving]]: [[prose|P.]] [[συναποστερεῖν]] (τινά τινος with dat. of the person helped).


[[be deprived of]]: use also P. and V. στέρεσθαι (gen.,) ἀπολείπεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι (gen.).
[[be deprived of]]: use also [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[στέρεσθαι]]; (gen.,) [[ἀπολείπεσθαι]] (gen.), [[verse|V.]] [[τητᾶσθαι]]; (gen.).


[[be deprived of in addition]]: P. προσαποστερεῖσθαι (gen.).
[[be deprived of in addition]]: [[prose|P.]] [[προσαποστερεῖσθαι]] (gen.).


[[deprived of]]: P. and V. [[ἐρῆμος]] (gen.), [[κενός]] (gen.), [[ἄμοιρος]] (gen.) (Plat.), V. [[ἄμμορος]] (gen.).
[[deprived of]]: [[prose|P.]] and [[verse|V.]] [[ἐρῆμος]] (gen.), [[κενός]] (gen.), [[ἄμοιρος]] (gen.) ([[Plato]]), [[verse|V.]] [[ἄμμορος]] (gen.).
}}
}}

Revision as of 09:15, 20 May 2020

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 213.jpg

verb transitive

P. and V. ἀφαιρέω, ἀφαιρεῖν (τινί τι), ἀφαιρεῖσθαι (τινά τι), ἀποστερεῖν (τινά τινος, or acc. of thing if standing alone), στερεῖν (τινά τινος), στερίσκειν (τινά τινος), συλᾶν (τινά τι), ἀποσυλᾶν (τινά τι), V. ἀποστερίσκειν; (τινά τινος), νοσφίσαι (1st aor. νοσφίζειν) (τινά τινος), νοσφίζεσθαι (τινά τινος), ἀπονοσφίζειν (τινά τινος), ἐρημοῦν (τινά τινος) (rare P.), Ar. and V. ἀποψιλοῦν; (τινά τινος).

help (a person) in depriving: P. συναποστερεῖν (τινά τινος with dat. of the person helped).

be deprived of: use also P. and V. στέρεσθαι; (gen.,) ἀπολείπεσθαι (gen.), V. τητᾶσθαι; (gen.).

be deprived of in addition: P. προσαποστερεῖσθαι (gen.).

deprived of: P. and V. ἐρῆμος (gen.), κενός (gen.), ἄμοιρος (gen.) (Plato), V. ἄμμορος (gen.).