βαδιστέον: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(nl) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=vadisteon | |Transliteration C=vadisteon | ||
|Beta Code=badiste/on | |Beta Code=badiste/on | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">one must walk</b> or | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">one must walk</b> or [[go]], σοὶ β. πάρος <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span> 1502</span>, <span class="bibl">Str.17.1.54</span>; <b class="b2">one must proceed</b>, ἐπὶ τὸ καθόλου <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1180b21</span>: pl., βαδιστέα <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>394</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:05, 28 June 2020
English (LSJ)
A one must walk or go, σοὶ β. πάρος S.El. 1502, Str.17.1.54; one must proceed, ἐπὶ τὸ καθόλου Arist.EN1180b21: pl., βαδιστέα Ar.Ach.394.
Greek (Liddell-Scott)
βαδιστέον: ῥημ. ἐπίθ. πρέπει τις νὰ βαδίσῃ ἢ ὑπάγῃ ἢ περιπατήσῃ, σοὶ βαδ. πάρος Σοφ. Ἠλ. 1502, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 16· - οὕτω κατὰ πληθ., βαδιστέα Ἀριστοφ. Ἀχ. 394.
Spanish (DGE)
(βᾰδιστέον) • Alolema(s): plu. -τέα Ar.Ach.394, Philostr.VA 1.18
hay que caminar, que andar σοὶ β. πάρος tú eres el que tienes que marchar delante S.El.1502, καί μοι βαδιστέ' ἐστιν ὡς Εὐριπίδην tengo que ir a buscar a Eurípides Ar.l.c., ἀλλ' ὅμως β. Ar.Lys.292, ἵνα ... ὥσπερ ὁδὸν ᾗ β. ῥᾴδιον πορευώμεθα Aristox.Harm.39.6, ποῖ δὴ οὖν β.; Alciphr.3.6.2, ἐμοὶ δὲ βαδιστέα, οἷ σοφία τε καὶ δαίμων με ἄγει Philostr.l.c.
•fig. ἐπὶ τὸ καθόλου β. εἶναι hay que ir a lo general Arist.EN 1180b21, β. μὲν οὖν καὶ ἐπ' ἐκεῖνα συνεχῶς Epicur.Ep.[2] 36, κἀκεῖ β. τὴν ἄνω πορείαν y allí hay que encaminarse a la vía superior Plot.1.3.2.
Greek Monotonic
βαδιστέον: ρημ. επίθ. του βαδίζω, πρέπει κανείς να βαδίσει ή να περπατήσει, σε Σοφ.· με την ίδια σημασία και στον πληθ., βαδιστέα, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαδιστέον, adj. verb. van βαδίζω, ook plur. βαδιστέα
1. er moet gegaan worden.
2. overdr. men moet zich wenden tot, richten op, met ἐπί + acc.. Aristot. EN 1180b21.