ζώσιμος: Difference between revisions
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
(16) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=zosimos | |Transliteration C=zosimos | ||
|Beta Code=zw/simos | |Beta Code=zw/simos | ||
|Definition=ον, (ζῶ) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, (ζῶ) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[viable]], <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>2.47</span>; <b class="b2">likely to survive</b>, <span class="bibl">Aët. 13.22</span>, <span class="bibl">Horap.1.38</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">pertaining to this life</b>, <b class="b3">τὰ ζ</b>. prob. in Phld. <span class="title">Herc.</span>1251.9.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 28 June 2020
English (LSJ)
ον, (ζῶ)
A viable, Alex.Aphr.Pr.2.47; likely to survive, Aët. 13.22, Horap.1.38. II pertaining to this life, τὰ ζ. prob. in Phld. Herc.1251.9.
German (Pape)
[Seite 1145] ον, lebenskräftig, der leben kann, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζώσιμος: -ον, (ζέω) ἐπιδεκτικὸς ζωῆς, Λατ. vitalis, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 12, 1 (Cod. Urbin.), Ἀλέξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 47· τὸ ζώσιμον, τὸ μέρος τῆς ζωῆς τινος, τὸ διάστημα ὃ ἔχει τις νὰ ζήσῃ, τὸ ζώσιμον ὅλον κινοῦμαὶ σοι Εὐμάθ. Ἰσμ. σ. 206.
Greek Monolingual
ζώσιμος, -ον (AM) ζω
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ζώσιμον
το διάστημα του βίου που έχει κάποιος να ζήσει
αρχ.
1. αυτός που έχει δυνάμεις να ζήσει ακόμη
2. αυτός που είναι πιθανό να επιζήσει
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζώσιμα
όσα ανήκουν σ' αυτή τη ζωή.