μονόμετρος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(25)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] aus <b class="b2">einem</b> Versfuße, od. bei jambischen u. trochäischen Versen aus <b class="b2">einem</b> Metrum, d. i. zwei Jamben oder Trochäen bestehend, Gramm. u. Schol.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] aus [[einem]] Versfuße, od. bei jambischen u. trochäischen Versen aus [[einem]] Metrum, d. i. zwei Jamben oder Trochäen bestehend, Gramm. u. Schol.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:25, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόμετρος Medium diacritics: μονόμετρος Low diacritics: μονόμετρος Capitals: ΜΟΝΟΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: monómetros Transliteration B: monometros Transliteration C: monometros Beta Code: mono/metros

English (LSJ)

ον,

   A composed in one metre, D.H.Comp.26.

German (Pape)

[Seite 204] aus einem Versfuße, od. bei jambischen u. trochäischen Versen aus einem Metrum, d. i. zwei Jamben oder Trochäen bestehend, Gramm. u. Schol.

Greek (Liddell-Scott)

μονόμετρος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνός μόνου μέτρου, δηλ. (ἐν ἰαμβικοῖς, τροχαϊκ. καὶ ἀναπαιστικοῖς στίχοις) ἐκ δύο ποδῶν, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 26.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόμετρος, -ον)
νεοελλ.
φυσ. αυτός που μετριέται με έναν μόνο αριθμό, π.χ. η θερμοκρασία, το μήκος, ο χρόνος κ.λπ.
μσν.-αρχ.
(για στίχο) αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + μέτρος (μέτρον.