ξύρισμα: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(27) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksyrisma | |Transliteration C=ksyrisma | ||
|Beta Code=cu/risma | |Beta Code=cu/risma | ||
|Definition=[ῠ], ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[ῠ], ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[shaving]], βοστρύχων <span class="bibl">Tz.<span class="title">H.</span>2.537</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:45, 28 June 2020
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό,
A shaving, βοστρύχων Tz.H.2.537.
Greek (Liddell-Scott)
ξύρισμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Τζέτζ. Ἱστ. 2, 537.
Greek Monolingual
και ξούρισμα, το (Μ ξύρισμα) ξυρίζω
1. κόψιμο τών τριχών του σώματος, και ιδίως του προσώπου, με ξυράφι ώς το δέρμα
2. μτφ. ενόχληση κάποιου με άσκοπη φλυαρία
3. μτφ. φύσημα παγερού ανέμου, ιδίως βοριά.