στρεψίκερως: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(4) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strepsikeros | |Transliteration C=strepsikeros | ||
|Beta Code=streyi/kerws | |Beta Code=streyi/kerws | ||
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ωτος, ὁ, ἡ</b>, an African <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">antelope with twisted horns</b>, the | |Definition=[<b class="b3">ῐ], ωτος, ὁ, ἡ</b>, an African <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">antelope with twisted horns</b>, the [[addax]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>11.124</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:48, 28 June 2020
English (LSJ)
[ῐ], ωτος, ὁ, ἡ, an African
A antelope with twisted horns, the addax, Plin.HN11.124.
Greek (Liddell-Scott)
στρεψίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, Ἀφρικανὴ δορκὰς μετὰ συνεστραμμένων κεράτων, Πλιν. Ν. Η. 11. 45.
Greek Monolingual
-ικέρωτος, ο, η, ΝΑ
ονομασία αφρικανικής αντιλόπης με συνεστραμμένα κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι- του στρέφω (πρβλ. στρέψις) συνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -κερως (< κέρας, -ατος), πρβλ. αιγό-κερως. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. strepsiceros].
Russian (Dvoretsky)
στρεψίκερως: ωτος ὁ или ἡ (лат. addax) стрепсикерот (вид антилопы, с витыми рогами, предполож. Capra cervicapra) Plin.