χάνος: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chanos | |Transliteration C=chanos | ||
|Beta Code=xa/nos | |Beta Code=xa/nos | ||
|Definition=[ᾰ], εος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[ᾰ], εος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[mouth]], <span class="bibl">Com.Adesp.1193</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:25, 28 June 2020
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό,
A mouth, Com.Adesp.1193.
German (Pape)
[Seite 1335] εος, τό, = χάσμα, Poll. 2, 97.
Greek (Liddell-Scott)
χάνος: -εος, τό, = χάσμημα, τὸ ἀνοικτὸν στόμα, Κωμικ. Ἀνών. 315.
Greek Monolingual
(I)
ο, Ν
βλ. χαν.
(II)
ο, Ν
ζωολ. βλ. χάννος.
(III)
-ους και -εος, τὸ, Α
το στόμα, ιδίως το ανοιχτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. χᾰν- του ρ. χαίνω (βλ. λ. χάσκω), κατά τα σιγμόληκτα ουδ.].