εὐλύγιστος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
(15)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evlygistos
|Transliteration C=evlygistos
|Beta Code=eu)lu/gistos
|Beta Code=eu)lu/gistos
|Definition=ον, (λῠγίζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flexible</b>, EM530.56, <span class="bibl">Eust.73.19</span>.</span>
|Definition=ον, (λῠγίζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[flexible]], EM530.56, <span class="bibl">Eust.73.19</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:25, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλύγιστος Medium diacritics: εὐλύγιστος Low diacritics: ευλύγιστος Capitals: ΕΥΛΥΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eulýgistos Transliteration B: eulygistos Transliteration C: evlygistos Beta Code: eu)lu/gistos

English (LSJ)

ον, (λῠγίζω)

   A flexible, EM530.56, Eust.73.19.

German (Pape)

[Seite 1079] leicht zu biegen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλύγιστος: -ον, (λῠγίζω), εὐκόλως λυγιζόμενος, εὔκαμπτος, Εὐστ. 73. 20.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ εὐλύγιστος, -ον)
1. (για πράγματα) αυτός που λυγίζει, που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος («ευλύγιστα κλαριά»)
2. (για μέλη του σώματος) ευκίνητος, εύκαμπτος
νεοελλ.
(για τον χαρακτήρα) ευμετάβλητος, άστατος («ευλύγιστη συνείδηση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λυγιστός (< λυγίζω)].