οὐρώδης: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ourodis | |Transliteration C=ourodis | ||
|Beta Code=ou)rw/dhs | |Beta Code=ou)rw/dhs | ||
|Definition=ες, (οὐρά) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of the tail</b> or | |Definition=ες, (οὐρά) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">of the tail</b> or [[rump]], τένοντες Hp.<b class="b2">Acut.(Sp</b>.) 37 (v.l. for [[ὀρρ-]]).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:49, 29 June 2020
English (LSJ)
ες, (οὐρά)
A of the tail or rump, τένοντες Hp.Acut.(Sp.) 37 (v.l. for ὀρρ-).
Greek (Liddell-Scott)
οὐρώδης: -ες, (οὐρὰ) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν οὐρὰν ἢ τὸν πρωκτὸν, τένοντες Ἱππ. 403. 2.
Greek Monolingual
(I)
οὐρώδης, -ῶδες (Α) ουρά
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά ή στον πρωκτό.
(II)
-ώδες ούρο
αυτός που έχει γνωρίσματα, λ.χ. το χρώμα ή την οσμή, τών ούρων.