ἀνονείδιστος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(4) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anoneidistos | |Transliteration C=anoneidistos | ||
|Beta Code=a)nonei/distos | |Beta Code=a)nonei/distos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[irreproachable]], Nic.Dam.<span class="bibl">p.119D.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:15, 29 June 2020
English (LSJ)
ον,
A irreproachable, Nic.Dam.p.119D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνονείδιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὀνειδίσῃ, ἄμεμπτος, Νικόλ. Δαμ. σ. 22, 4. ἔκδ. Πικκόλου. - Ἐπίρρ. -στως Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 103. 26.
Spanish (DGE)
-ον
1 irreprochable πάντα Nic.Dam.Vit.Caes.62.
2 adv. -ως irreprochablemente χορηγεῖν Herm.Sim.9.24.2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνονείδιστος, -ον)
1. αυτός που κανείς δεν μπορεί να ονειδίσει, να κατηγορήσει, άμεμπτος, άψογος
2. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν του έγινε επίπληξη.