ἐΰννητος: Difference between revisions
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(2b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eynnitos | |Transliteration C=eynnitos | ||
|Beta Code=e)u/+nnhtos | |Beta Code=e)u/+nnhtos | ||
|Definition=ον, Ep. for <b class="b3">εὔνητος</b> (νέω), <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">well spun</b> or | |Definition=ον, Ep. for <b class="b3">εὔνητος</b> (νέω), <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">well spun</b> or [[woven]], οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ' ἐϋννήτους <span class="bibl">Il.18.596</span>, cf. <span class="bibl">24.580</span>; πέπλοι λεπτοὶ ἐΰννητοι <span class="bibl">Od.7.97</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 14:30, 29 June 2020
English (LSJ)
ον, Ep. for εὔνητος (νέω),
A well spun or woven, οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ' ἐϋννήτους Il.18.596, cf. 24.580; πέπλοι λεπτοὶ ἐΰννητοι Od.7.97.
Greek (Liddell-Scott)
ἐΰννητος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ εὔνητος (νέω): - καλῶς κεκλωσμένος ἢ ὑφασμένος, οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ’ ἐϋννήτους, «εὖ νενησμένους καὶ εἰργασμένους» (Σχολ.), Ἰλ. Σ. 597, πρβλ. Ω. 580· πέπλοι λεπτοί, ἐΰννητοι Ὀδ. Η. 97.
French (Bailly abrégé)
épq. c. εὔνητος.
Greek Monolingual
ἐΰννητος, -ον (Α)
(επικ. τ. αντί εύνητος) αυτός που έχει γνεστεί ή υφανθεί καλά, καλογνεσμένος, καλοϋφασμένος («οἱ δὲ χιτῶνας εἵατ' ἐϋννήτους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευς (ευ) + νητός «υφασμένος (< νήθω «γνέθω»)].
Greek Monotonic
ἐΰννητος: -ον, Επικ. αντί εὔ-νητος (νέω), καλά υφασμένος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐΰννητος: Hom. = εὔνητος.