σύνταρρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(40)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syntarros
|Transliteration C=syntarros
|Beta Code=su/ntarros
|Beta Code=su/ntarros
|Definition=ον, (ταρρός, ταρσός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">interwoven, entangled</b>, <b class="b3">δένδρον σ</b>. a tree <b class="b2">with interlacing roots</b>, ib.<span class="bibl">3.7.2</span>, cf. <span class="bibl">10.7</span>.</span>
|Definition=ον, (ταρρός, ταρσός) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[interwoven]], [[entangled]], <b class="b3">δένδρον σ</b>. a tree <b class="b2">with interlacing roots</b>, ib.<span class="bibl">3.7.2</span>, cf. <span class="bibl">10.7</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 23:25, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνταρρος Medium diacritics: σύνταρρος Low diacritics: σύνταρρος Capitals: ΣΥΝΤΑΡΡΟΣ
Transliteration A: sýntarros Transliteration B: syntarros Transliteration C: syntarros Beta Code: su/ntarros

English (LSJ)

ον, (ταρρός, ταρσός)

   A interwoven, entangled, δένδρον σ. a tree with interlacing roots, ib.3.7.2, cf. 10.7.

Greek (Liddell-Scott)

σύνταρρος: -ον, (ταρρός, ταρσὸς) συμπεπλεγμένος, περίπλοκος, σύνταρρα δένδρα, ἔχοντα συμπεπλεγμένας τὰς ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 2., 10, 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πλεγμένος, περίπλοκος
2. φρ. «δένδρον σύνταρρον» — δένδρο του οποίου οι ρίζες αυξάνονται συμπλεκόμενες με τις ρίζες άλλων δέντρων (Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ταρρός, άλλος τ. του ταρσός «πλέγμα, καλαμωτή»].