σφραγιστήρ: Difference between revisions
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfragistir | |Transliteration C=sfragistir | ||
|Beta Code=sfragisth/r | |Beta Code=sfragisth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sealer]], i.e. | |Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[sealer]], i.e. [[sealring]], [[signet]], <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>1.23</span>, <span class="bibl">D.L.7.50</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:40, 29 June 2020
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A sealer, i.e. sealring, signet, Nicom.Ar.1.23, D.L.7.50.
German (Pape)
[Seite 1052] ῆρος, ὁ, der Siegler, der Siegelring (?).
Greek (Liddell-Scott)
σφρᾱγιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σφραγίζων, δηλ. δακτύλιος μετὰ σφραγιδολίθου, σφραγίς, Διοκλῆς παρὰ Διογ. Λ. 7. 50. - Ἐπίθ., σφρ. λίθος, ὁ λίθος δακτυλίου χρησιμεύοντος ὡς σφραγῖδος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 9. 565.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, ΜΑ
μσν.
ως επίθ. αυτός με τον οποίο σφραγίζεται κάτι («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.)
αρχ.
δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίζω + επίθημα -τὴρ (πρβλ. κομισ-τήρ, σωφρονισ-τήρ)].
Russian (Dvoretsky)
σφρᾱγιστήρ: ῆρος ὁ перстень с печатью, печатка Diog. L.