θέτης: Difference between revisions
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thetis | |Transliteration C=thetis | ||
|Beta Code=qe/ths | |Beta Code=qe/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, (τίθημι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ου, ὁ, (τίθημι) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[one who places]], <b class="b3">ὀνομάτων θ</b>. name-[[giver]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">Cra.</span>389d</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[mortgagor]], χωρίων <span class="bibl">Is.10.24</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> <b class="b2">adoptive father of a child</b>, Did. ap. Harp.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:00, 30 June 2020
English (LSJ)
ου, ὁ, (τίθημι)
A one who places, ὀνομάτων θ. name-giver, Pl. Cra.389d. II mortgagor, χωρίων Is.10.24. III adoptive father of a child, Did. ap. Harp.
German (Pape)
[Seite 1204] ὁ, der Setzende, Bestimmende, εἰ μέλλει κύριος εἶναι ὀνομάτων θέτης, Namengeber, Plat. Crat. 389 d. – Der Etwas verpfändet, Is. 10, 24; Harpocr. ὁ ὑποθήκην τεθεικώς. – Der Adoptirende, ὁ εἰσποιησάμενος θετούς τινας, B. A. 264 u. Phot.
Greek (Liddell-Scott)
θέτης: -ου, ὁ, (τίθημι) ὁ τιθείς, θ. ὀνόματος, ὁ δίδων ὄνομα, ὀνομάζων, Πλάτ. Κρατ. 389 Ε. ΙΙ. ὁ καταθέτων παρακαταθήκην ἢ ἐγγύησιν, Ἰσαῖ. 82. 18· πρβλ. θέσις ΙΙ. ΙΙΙ. ὁ θετὸς πατὴρ παιδίου, Φώτ., Ἁρποκρ.· πρβλ. θέσις ΙΙΙ.
Greek Monolingual
θέτης, ὁ, θηλ. θέτις (ΑΜ) τίθημι
αυτός που υιοθετεί, που αναγνωρίζει ξένο παιδί ως δικό του
αρχ.
1. αυτός που ορίζει κάτι («θέτης ὀνόματος» — ο ονοματοθέτης)
2. αυτός που υποθηκεύει, που βάζει ενέχυρο.
Russian (Dvoretsky)
θέτης: ου ὁ τίθημι
1) кладущий, налагающий: ὀνομάτων θ. Plat. дающий имена или названия;
2) юр. вносящий залог, вкладчик Isae.