κακοθερής: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakotheris | |Transliteration C=kakotheris | ||
|Beta Code=kakoqerh/s | |Beta Code=kakoqerh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[unfitted to endure summer heat]], φύσεις <span class="bibl">Sor.1.41</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:40, 30 June 2020
English (LSJ)
ές,
A unfitted to endure summer heat, φύσεις Sor.1.41.
Greek (Liddell-Scott)
κακοθερής: -ές, = κακοθέρειος, κακοθερεῖς φύσεις Σωραν. Ἐφέσ. ἔκδ. Erm. σ. 55.
Greek Monolingual
κακοθερής, -ές (Α)
1. κακοθέρειος
2. ιατρ. ανίκανος ή ακατάλληλος να υπομείνει τη θερμότητα του θέρους, τον θερινό καύσωνα («κακαθερεῑς φύσεις», Σωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θερής (< θέρος), πρβλ. πολυ-θερής].