συνεξόμνυμι: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
(39) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syneksomnymi | |Transliteration C=syneksomnymi | ||
|Beta Code=suneco/mnumi | |Beta Code=suneco/mnumi | ||
|Definition=in Med., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=in Med., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[swear jointly in the negative]], <span class="title">GDI</span>4986.18 (Crete).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:35, 30 June 2020
English (LSJ)
in Med.,
A swear jointly in the negative, GDI4986.18 (Crete).
Greek Monolingual
Α
μέσ. συνεξόμνυμαι
αρνούμαι με όρκο κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξόμνυμι «αρνούμαι κάτι με όρκο»].
Greek Monolingual
Α
μέσ. συνεξόμνυμαι
αρνούμαι με όρκο κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξόμνυμι «αρνούμαι κάτι με όρκο»].