ἀσκάλιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6)
m (Text replacement - "[<b class="b3">ᾰ], ον,</b>" to "[ᾰ], ον,")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askalistos
|Transliteration C=askalistos
|Beta Code=a)ska/listos
|Beta Code=a)ska/listos
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ον,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀσκάλευτος]], Sch.<span class="bibl">Theoc.10.14</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἀσκάλευτος]], Sch.<span class="bibl">Theoc.10.14</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσκάλιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σκαλιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν ερευνήθηκε με [[προσοχή]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσκάλιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σκαλιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν ερευνήθηκε με [[προσοχή]].
}}
}}

Revision as of 20:58, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκάλιστος Medium diacritics: ἀσκάλιστος Low diacritics: ασκάλιστος Capitals: ΑΣΚΑΛΙΣΤΟΣ
Transliteration A: askálistos Transliteration B: askalistos Transliteration C: askalistos Beta Code: a)ska/listos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A = ἀσκάλευτος, Sch.Theoc.10.14.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀσκάλιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκαλιστεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν ερευνήθηκε με προσοχή.