κορδύλειος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(21)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kordyleios
|Transliteration C=kordyleios
|Beta Code=kordu/leios
|Beta Code=kordu/leios
|Definition=[<b class="b3">ῡ], α, ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">made from</b> κορδύλη 111, <b class="b3">ταρίχη</b> prob. in <span class="bibl">Ath. 3.120f</span>.</span>
|Definition=[<b class="b3">ῡ], α, ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[made from]] κορδύλη 111, <b class="b3">ταρίχη</b> prob. in <span class="bibl">Ath. 3.120f</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κορδύλειος]], -εία, -ον (Α) [[κορδύλη]]<br />κατασκευασμένος από το [[είδος]] τον(ν)ου [[σκορδύλη]] («κορδύλεια ταρίχη» — αλίπαστα από το [[ψάρι]] [[σκορδύλη]], <b>Αθήν.</b>).
|mltxt=[[κορδύλειος]], -εία, -ον (Α) [[κορδύλη]]<br />κατασκευασμένος από το [[είδος]] τον(ν)ου [[σκορδύλη]] («κορδύλεια ταρίχη» — αλίπαστα από το [[ψάρι]] [[σκορδύλη]], <b>Αθήν.</b>).
}}
}}

Revision as of 21:50, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδύλειος Medium diacritics: κορδύλειος Low diacritics: κορδύλειος Capitals: ΚΟΡΔΥΛΕΙΟΣ
Transliteration A: kordýleios Transliteration B: kordyleios Transliteration C: kordyleios Beta Code: kordu/leios

English (LSJ)

[ῡ], α, ον,

   A made from κορδύλη 111, ταρίχη prob. in Ath. 3.120f.

Greek Monolingual

κορδύλειος, -εία, -ον (Α) κορδύλη
κατασκευασμένος από το είδος τον(ν)ου σκορδύλη («κορδύλεια ταρίχη» — αλίπαστα από το ψάρι σκορδύλη, Αθήν.).