λιθικός: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lithikos | |Transliteration C=lithikos | ||
|Beta Code=liqiko/s | |Beta Code=liqiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of]] or [[for stones]]; ἔργα <span class="title">Arch.Pap.</span>3.128 (ii B.C.); but usu. <b class="b3">λιθικά</b> (sc. <b class="b3">βιβλία</b>), τά, [[a treatise upon precious stones]], title of Orphic poem, ap.Tz. (<b class="b3">περὶ λίθων</b> codd.); also <b class="b3">βιβλία λιθιακά</b> Eust.ad D.P.<span class="title">Prooem.</span>; but <b class="b3">Λιθικά</b>, of D.P.'s work, Sch.<span class="bibl">Od.10.323</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[of]] or [[for stone]] in the bladder, <span class="bibl">Paul.Aeg.6.60</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 22:00, 30 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for stones; ἔργα Arch.Pap.3.128 (ii B.C.); but usu. λιθικά (sc. βιβλία), τά, a treatise upon precious stones, title of Orphic poem, ap.Tz. (περὶ λίθων codd.); also βιβλία λιθιακά Eust.ad D.P.Prooem.; but Λιθικά, of D.P.'s work, Sch.Od.10.323. 2 of or for stone in the bladder, Paul.Aeg.6.60.
German (Pape)
[Seite 44] die Steine betreffend, τὰ λιθικά, = λιθιακά, Orph. Lith.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθικός: -ή, -όν, (λίθος) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λίθους, λιθικὰ (ἐξυπ. βιβλία), τά, πραγματεία περὶ πολυτίμων λίθων, ὡς καλεῖται ὑπὸ τοῦ Τζέτζη τὸ ποίημα τὸ ἀποδιδόμ. εἰς τὸν Ὀρφ., ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφα φέρουσι τὴν ἐπιγραφήν: περὶ λίθων· ὡσαύτως, λιθιακός, βιβλία Εὐστ. Ὑπομν. εἰς Διον. Π. σ. 81. 4. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πέτραν τῆς κύστεως, τοῖς λιθικοῖς… ἐπιδέσμοις Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM λιθικός, -ή, -όν) λίθος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λίθους
νεοελλ.
φρ. «λιθική εποχή» — η εποχή της προϊστορίας του ανθρώπου και της ανάπτυξης της βιοτεχνίας και του πολιτισμού του, κατά την οποία ως κύριο υλικό κατασκευής εργαλείων και όπλων χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος τον λίθο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λίθο της ουροδόχου κύστεως
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Λιθικά
τίτλος έργου του Διονυσίου του Περιηγητού
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) λιθικά
(ενν. βιβλία) πραγματεία για πολύτιμους λίθους.