τρεπτικός: Difference between revisions

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
(41)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=treptikos
|Transliteration C=treptikos
|Beta Code=treptiko/s
|Beta Code=treptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">causing change in</b>, δύναμις -κὴ τῆς ὕλης <span class="bibl">Plot.2.3.17</span>; epith. of the sign Libra, Heph. Astr.<span class="bibl">1.1</span>:—f.l. for [[θρεπτικός]], <span class="bibl">Max.Tyr.10.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Adv. -κῶς, κινοῦσι τὴν γῆν οὐ μεταβατικῶς ἀλλὰτρεπτικῶς τροχοῦ δίκην <b class="b2">by revolution</b>, Placit.3.13.3.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">causing change in</b>, δύναμις -κὴ τῆς ὕλης <span class="bibl">Plot.2.3.17</span>; epith. of the sign Libra, Heph. Astr.<span class="bibl">1.1</span>:—f.l. for [[θρεπτικός]], <span class="bibl">Max.Tyr.10.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Adv. -κῶς, κινοῦσι τὴν γῆν οὐ μεταβατικῶς ἀλλὰτρεπτικῶς τροχοῦ δίκην [[by revolution]], Placit.3.13.3.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:34, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρεπτικός Medium diacritics: τρεπτικός Low diacritics: τρεπτικός Capitals: ΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: treptikós Transliteration B: treptikos Transliteration C: treptikos Beta Code: treptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A causing change in, δύναμις -κὴ τῆς ὕλης Plot.2.3.17; epith. of the sign Libra, Heph. Astr.1.1:—f.l. for θρεπτικός, Max.Tyr.10.2.    2 Adv. -κῶς, κινοῦσι τὴν γῆν οὐ μεταβατικῶς ἀλλὰτρεπτικῶς τροχοῦ δίκην by revolution, Placit.3.13.3.

Greek (Liddell-Scott)

τρεπτικός: -ή, -όν, μεταβλητός, εὐμετάβολος, σώμασιν... οὐ τρεπτικοῖς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις Μάξ. Τύρ. 10. 2· ὁ Dübner θρυπτικός. 2) ὁ δυνάμενος τρέπειν, μεταβάλλειν, τρ. τῆς ὕλης Πλωτῖν. Ι, 264.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τρεπτός
1. ο δεκτικός τροπής, ο μεταβλητός («σώμασιν... οὐ τρεπτικοῑς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις», Μάξ.)
2. αυτός που μπορεί να επιφέρει μεταβολή («τρεπτικὸν τῆς ὕλης», Πλωτίν.).
επίρρ...
τρεπτικῶς ΜΑ
με περίπλοκο τρόπο.