τρεπτικός
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
τρεπτική, τρεπτικόν,
A causing change in, δύναμις -κὴ τῆς ὕλης Plot.2.3.17; epithet of the sign Libra, Heph. Astr.1.1:—f.l. for θρεπτικός, Max.Tyr.10.2.
2 Adv. τρεπτικῶς, κινοῦσι τὴν γῆν οὐ μεταβατικῶς ἀλλὰτρεπτικῶς τροχοῦ δίκην by revolution, Placit.3.13.3.
Greek (Liddell-Scott)
τρεπτικός: -ή, -όν, μεταβλητός, εὐμετάβολος, σώμασιν... οὐ τρεπτικοῖς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις Μάξ. Τύρ. 10. 2· ὁ Dübner θρυπτικός. 2) ὁ δυνάμενος τρέπειν, μεταβάλλειν, τρ. τῆς ὕλης Πλωτῖν. Ι, 264.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α τρεπτός
1. ο δεκτικός τροπής, ο μεταβλητός («σώμασιν... οὐ τρεπτικοῖς, οὐδὲ ποικίλοις, οὐδὲ ἐκλελυμένοις», Μάξ.)
2. αυτός που μπορεί να επιφέρει μεταβολή («τρεπτικὸν τῆς ὕλης», Πλωτίν.).
επίρρ...
τρεπτικῶς ΜΑ
με περίπλοκο τρόπο.
German (Pape)
zum Drehen, Wenden gehörig, wandelbar, veränderlich, Maxim. Tyr.