περιαυγής: Difference between revisions
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
(3b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periavgis | |Transliteration C=periavgis | ||
|Beta Code=periaugh/s | |Beta Code=periaugh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[beaming round about]], τὸ π. τῶν ἀκτίνων <span class="bibl">Ph.1.570</span>: Sup., -<b class="b3">έστατον φέγγος ἀρετῆς</b> ib.<span class="bibl">443</span>; <b class="b3">ἔποψις</b> Metop. ap. Stob.3.1.115.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:45, 1 July 2020
English (LSJ)
ές,
A beaming round about, τὸ π. τῶν ἀκτίνων Ph.1.570: Sup., -έστατον φέγγος ἀρετῆς ib.443; ἔποψις Metop. ap. Stob.3.1.115.
German (Pape)
[Seite 569] ές, umglänzt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιαυγής: -ές, (αὐγὴ) ὁ περιλάμπων, τὸ π. τῶν ἀκτίνων Φίλων Ι. 631 ἔποψις Θεάγης ἐν Gale Opusc. σ. 684. ΙΙ. ὁ ὁλόγυρα πεφωτισμένος, φωτεινός· οὕτω περίαυγος, ον, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 22 - πρβλ. περιαγής.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
1. αυτός που φωτίζει ολόγυρα
2. αυτός που φωτίζεται από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. δι-αυγής].
Russian (Dvoretsky)
περιαυγής: сверкающий (κάτοπτρον Plut.).